νιούτσικος

νιούτσικος
-η, -ο
1. οκάπως νέος.
2. ως ουσ., ο νέος, το παλικάρι, ο λεβέντης: Εκίνησε ο νιούτσικος να πάει ν' αρραβωνίσει (δημ. τραγ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νιούτσικος — η, ο (Μ νιούτσικος, η, ον) βλ. νεούτσικος …   Dictionary of Greek

  • νεούτσικος — και νιούτσικος, η, ο (Μ νεούτσικος και νιούτσικος, η, ον) [νέος] 1. (με θωπευτική σημ.) πολύ νεαρός σε ηλικία 2. το αρσ. ως ουσ. ο νεούτσικος νέος άντρας, νεαρούλης 3. το θηλ. ως ουσ. η νεουτσικη νεαρή γυναίκα, κοπέλα νεοελλ. 1. (γενικά)… …   Dictionary of Greek

  • ακρόνεος — ο νιούτσικος νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + νέος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”